- ἀκροκιόνιον
- ἀκροκιόνιονcapital of a pillarneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροκιόνιο — το (Α ἀκροκιόνιον) η κορυφή τού κίονος, το κιονόκρανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων] … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek